Δικηγόρος άλλου Κράτους Μέλους – Εγγραφή Ευρωπαίου Δικηγόρου

Τελευταία Ενημέρωση 02/12/2022

Άσκηση του Δικηγορικού Επαγγέλματος υπό τον Επαγγελματικό Τίτλο άλλου Κράτους Μέλους

Γενικές Πληροφορίες

Δικηγόρος ο οποίος είναι υπήκοος ενός Κράτους Μέλους και ασκεί το επάγγελμα ως ελεύθερος επαγγελματίας ή ως μισθωτός σε δικηγορικό γραφείο σε ένα Κράτος Μέλος εκτός της Κύπρου, μπορεί να ασκεί τις δραστηριότητες του δικηγόρου πάνω σε μόνιμη βάση στην Κύπρο, κάτω έναν από τους επαγγελματικούς τίτλους της χώρας καταγωγής του, νοουμένου ότι εγγραφεί ως δικηγόρος σε ένα ειδικό τμήμα του “Μητρώου Δικηγόρων” στην Κύπρο αποτεινόμενος στο Νομικό Συμβούλιο.

Ένας δικηγόρος, ο οποίος είναι υπήκοος Κράτους Μέλους μπορεί να ασκεί το επάγγελμα στη Δημοκρατία υπό τον επαγγελματικό του/της τίτλο της χώρας καταγωγής του από κοινού:

(α) με τον ίδιο τρόπο όπως το επάγγελμα ασκείται από κοινού από τους Κύπριους δικηγόρους με:

  • ένα Κύπριο Δικηγόρο∙
  • ένα δικηγόρο ο οποίος είναι υπήκοος Κράτους Μέλους και ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου∙

(β) ένα δικηγόρο, ο οποίος είναι υπήκοος Κράτους Μέλους και ασκεί το νομικό επάγγελμα μόνιμα στο εν λόγω Κράτος υπό τον επαγγελματικό του τίτλο στο εν λόγω Κράτος.

Ένας δικηγόρος, ο οποίος είναι υπήκοος Κράτους Μέλους και ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται ανωτέρω θα ενημερώνει τον Αρχιπρωτοκολλητή σχετικά με τα ονόματα και τις διευθύνσεις των δικηγόρων με τους οποίους ασκεί από κοινού το επάγγελμα. Ένας δικηγόρος που ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου υπό τον τίτλο του στο Κράτος Μέλος καταγωγής του, ο οποίος έχει ασκήσει αποτελεσματικά και τακτικά για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών ετών στην Κυπριακή Δημοκρατία δραστηριότητα σύμφωνα με την Κυπριακή Νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένου και του Κοινοτικού Δικαίου, μπορεί να αποκτήσει πλήρη άδεια για την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου στην Κυπριακή Δημοκρατία εφόσον εγκριθεί από το Νομικό Συμβούλιο.

Το έντυπο αίτησης για εγγραφή ως Δικηγόρος από Δικηγόρους Κρατών Μελών, στο Νομικό Συμβούλιο πρέπει να υποβληθεί απευθείας στην αρμόδια αρχή:

Νομικό Συμβούλιο
Οδός Απελλή 1, 1403 Λευκωσία
Τηλ. +357 22 889205, +357 22 889207
Φαξ. +357 22 667498
Ηλ. ταχ: info@legalcouncil.org.cy
Ιστοσελίδα: http://www.law.gov.cy

  1. Το έντυπο αίτησης πρέπει να συνοδεύεται από τα ακόλουθα έγγραφα:

    • πιστοποιητικό ιθαγένειας από Κράτος Μέλος∙
    • πιστοποιητικό εγγραφής σε μητρώο της αρμόδιας αρχής του Κράτους Μέλους καταγωγής (η ημερομηνία έκδοσης του να μην υπερβαίνει τους τρεις μήνες από την ημερομηνία προσκόμισης του) ∙
    • επιβεβαίωση ότι ο δικηγόρος εξακολουθεί να ασκεί τις δραστηριότητες του και ότι η άδεια του δεν έχει ανασταλεί ή ακυρωθεί για οποιονδήποτε λόγο (η ημερομηνία έκδοσης του να μην υπερβαίνει τους τρεις μήνες από την ημερομηνία προσκόμισης του)∙
    • επιστολή/βεβαίωση από το Δικηγορικό γραφείο στην Κύπρο, με το οποίο συνεργάζεται, ότι ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα συλλογικά με το γραφείο τους, σύμφωνα με το άρθρο 14Π, του περί Δικηγόρων τροπ. Νόμου 180 (Ι)/2002.

    Σημειώνεται ότι ο επαγγελματικός τους τίτλος πρέπει να είναι διατυπωμένος σαφώς σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους καταγωγής.

Δεν υπάρχουν τέλη.

Ο αιτητής ενημερώνεται σχετικά με την απόφαση έγκρισης από το Νομικό Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα έχουν δεόντως υποβληθεί. Η εγγραφή γίνεται σε ειδικό τμήμα του “Μητρώου των Δικηγόρων που ασκούν το επάγγελμα” στην Κύπρο. Ακολούθως της εγγραφής, ο δικηγόρος πρέπει να αποκτήσει την ιδιότητα μέλους του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου καθώς και του τοπικού Δικηγορικού Συλλόγου και να συμμετέχει στις συνεδριάσεις τους έχοντας δικαίωμα ψήφου στην εκλογή των διαφόρων οργάνων.

Με την πάροδο των τριών ετών, για να αποκτήσει πλήρη άδεια άσκησης του επαγγέλματος του δικηγόρου στην Κυπριακή Δημοκρατία, θα πρέπει να υποβάλει σχετική αίτηση στο Νομικό Συμβούλιο μαζί με αποδεικτικά στοιχεία της εν λόγω επαγγελματικής δραστηριότητας αναφορικά με την Κυπριακή Νομοθεσία. Το Νομικό Συμβούλιο θα αποφασίσει σχετικά με την αίτηση η οποία μπορεί να επιβεβαιώσει την αποτελεσματική και τακτική φύση της ασκηθείσας δραστηριότητας και θα μπορεί, αν χρειαστεί, να ζητά από το δικηγόρο να προσκομίσει προφορικώς ή γραπτώς περαιτέρω διευκρινίσεις ή πληροφορίες σχετικά με τις υποβληθείσες πληροφορίες και έγγραφα.

Τέλος, σε περίπτωση που ένας δικηγόρος αποδείξει ότι έχει ασκήσει αποτελεσματική και τακτική επαγγελματική δραστηριότητα στη Δημοκρατία για περίοδο τουλάχιστον τριών ετών, αλλά για μικρότερο χρονικό διάστημα σε σχέση με την Κυπριακή Νομοθεσία, μπορεί να αιτηθεί από το Νομικό Συμβούλιο έγκριση για εξομοίωση με Κύπριο Δικηγόρο και εφόσον έχει εγκριθεί δύναται να ενταχθεί πλήρως στο δικηγορικό επάγγελμα στη Δημοκρατία.

Δεν εφαρμόζεται.

Προσφυγή εναντίον απόφασης της Αρμόδιας Αρχής

Οποιοδήποτε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να υποβάλει Προσφυγή εις το Διοικητικό Δικαστήριο εναντίον αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οποιασδήποτε αρμόδιας αρχής ή οργάνου.

Δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, Προσφυγή δύναται να ασκηθεί εντός 75 ημερών από την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης ή της πράξης ή σε περίπτωση δημοσίευσης ή παράλειψης από την ημέρα που η πράξη ή η παράλειψη περιήλθε σε γνώση του προσφεύγοντος.

Το Διοικητικό ενεργεί ως ακυρωτικό Δικαστήριο και όχι ως Δικαστήριο ουσίας. Δηλαδή, το Διοικητικό Δικαστήριο δύναται να:

Ι. Απορρίψει την Προσφυγή

II. Ακυρώσει ολικώς ή μερικώς την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη

ΙΙΙ. Να υποχρεώσει την Αρμόδια Αρχή σε πράξη ή και λήψη κάποιου μέτρου

Μετά από μια ακυρωτική απόφαση, η διοίκηση οφείλει να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση που ήταν πριν την έκδοση της πράξης που ακυρώθηκε.

Πληροφορίες για υποβολή Έφεσης

Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου δύναται να καταχωρηθεί Έφεση μέσα σε προθεσμία 42 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.

Ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδικάζει μια Έφεση, το επίδικο θέμα εξακολουθεί να είναι η νομιμότητα της πράξης που προσβλήθηκε με την Προσφυγή. Όμως, η επανεξέταση της νομιμότητας της πράξης γίνεται σε όση έκταση και πάνω στα  θέματα εις τα οποία τα μέρη έχουν περιορίσει με τους λόγους Έφεσης.

Η απόφαση που εκδίδεται από το Ανώτατο Δικαστήριο θεωρείται τελεσίδικη σε σχέση με το θέμα που έχει κριθεί.

Ανεξάρτητα από τους κανόνες της επαγγελματικής συμπεριφοράς και δεοντολογίας στους οποίους υπόκειται στο Κράτος Μέλος καταγωγής του, ο δικηγόρος θα υπόκειται στις διατάξεις του βασικού νόμου και των κανονισμών ή των Δικονομικών Κανόνων που εκδίδονται δυνάμει του περί Δικηγόρων Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου που διέπουν το επάγγελμα του δικηγόρου και ειδικότερα με τις διατάξεις που αφορούν το ασυμβίβαστο της άσκησης των άλλων δραστηριοτήτων ξένων προς το επάγγελμα, τον κανόνα της εμπιστευτικότητας, την επαγγελματική δεοντολογία, την απαγόρευση να εκπροσωπεί μέρη που έχουν αντίθετα συμφέροντα και τη διαφήμιση.

Υπήκοος Κράτους Μέλους που ασκεί το επάγγελμα στη Δημοκρατία υπό τον επαγγελματικό του τίτλο στη χώρα καταγωγής του, μπορεί να χρησιμοποιήσει το όνομα της επαγγελματικής οργάνωσης/ ομάδας στην οποία ανήκει, στο Κράτος Μέλος καταγωγής του. Για το σκοπό αυτό, η αρμόδια αρχή της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αντίστοιχη αρμόδια αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής του θα συνεργάζονται και θα ανταλλάσσουν πληροφορίες και έγγραφα τηρώντας το απόρρητο της επικοινωνίας τους.

Παράλειψη δικηγόρου, που ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου υπό τον επαγγελματικό του τίτλο στο Κράτος Μέλος καταγωγής του, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βασικού νόμου και των κανονισμών ή Δικονομικών Κανόνων που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος ή άλλων νόμων θα αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα. Πριν από την έναρξη πειθαρχικών διαδικασιών κατά του δικηγόρου που ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου υπό τον επαγγελματικό του τίτλο στο Κράτος Μέλος καταγωγής , το Πειθαρχικό Συμβούλιο θα ενημερώνει την αρμόδια αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής του, το συντομότερο δυνατό, παρέχοντας όλες τις σχετικές λεπτομέρειες.

Το Πειθαρχικό Συμβούλιο θα συνεργάζεται καθ’ όλη τη διάρκεια των πειθαρχικών διαδικασιών με την αρμόδια αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής και θα λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζει ότι η αρμόδια αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής θα μπορεί να παρουσιάσει τα επιχειρήματα της ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου.